- διαμιλλώμαι
- (Α διαμιλλῶμαι, -άομαι) [αμιλλώμαι]συναγωνίζομαι πρόθυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμιλλῶμαι — διαμιλλάομαι contend hotly pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διαμιλλάομαι contend hotly pres ind mp 1st sg διαμιλλάομαι contend hotly pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) διαμιλλάομαι contend hotly pres subj mp 1st sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιλλώμαι — ( άομαι) (Α αμιλλῶμαι) αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι νεοελλ. είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω… … Dictionary of Greek